Ταίρι μου γλυκό,
ταίρι μου λατρεμένο,
κάπου μας πάει αυτό το καράβι που λέγεται αγάπη.
Μπαρκάραμε γυμνοί και οι δυο,
σε ένα σκαρί χιλιοταξιδεμένο.
Παιδιά άβγαλτα στη ζωή,
θελήσαμε ταξίδι μεγάλο να διαβούμε.
Ναυτάκια μούτσοι ήμασταν
αλλά καπεταναίους ζόρικους αποζητά τούτο το πλεούμενο.
Θέλει μπράτσα στα κουπιά,
θέλει ρότα χαραγμένη για τους σκοπέλους να αποφεύγει,
θέλει τιμόνι σταθερό στις φουρτούνες το δρόμο να μη χάνει,
θέλει μάτια άγρυπνα τις ξέρες να προλαμβάνουν.
Θέλει καρδιά μου,
δυο χέρια αντρίκια στιβαρά που να ξέρουν που το καράβι τους να το πάνε,
και να το οδηγούνε εκεί,
κάτω από όλους τους καιρούς,
έχοντας την εικόνα εκείνης δίπλα στης Παναγιάς.
Θέλει καρδιά μου,
μια πνοή γυναικείας δύναμης να φυσάει σιγουριά στα μπράτσα,
όποτε αυτά λυγάνε,
να απαλύνουν το κάψιμο,
όποτε αυτά πονάνε,
να λένε λόγια καρδιάς για εκείνον στις προσευχές της.
Αν αισθάνεσαι μικρός για ένα τέτοιο ταξίδι,
θα σου έλεγα
ανέβαλέ το,
το καράβι ίσως να μην φτάσει στον προορισμό του.
Από την άλλη όμως, τα καράβια στα λιμάνια σαπίζουν.
Ο καπετάνιος που δεν ταξιδεύει, στα μπαρ μονάχος αναπολεί την τέχνη του.
Το ταξίδι ψήνει τον ναυτικό, και από απλός μούτσος μαθαίνει και το καπετανλίκι.
Μπαρκάρετε στο σκαρί της αγάπης το χιλιοταξιδεμένο.
Αξίζει το ταξίδι, όσα ναυάγια και αν τελικά αντιμετωπίσει κανείς.
Θέλει πολλά, αλλά μόνο ταξιδεύοντας τα μαθαίνεις.
dimitris nomikos