Translate

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η αητίνα στο κοτέτσι

                   του Γιώργου Χρηστέα

....Κάθε πρωί δραπέτευε η αητίνα απ' το κοτέτσι. Πήγαινε πάνω, στο λοφάκι. Αγωνιζόταν να πετάξει, τα 'δινε όλα ·μάτωνε, έτρωγε χώμα. Τα φτερά της την προδίδανε. Μα δεν τα παρατούσε.


....Η μάνα της αητίνας ζούσε κάποτε σε μια βελανιδιά. Πέρασε όμως ένας κυνηγός·σήκωσε το ντουφέκι, σημάδεψε καλά και πυροβόλησε. Την πέτυχε. Την σώριασε στο χώμα. Έσκυψε πάνω της ·στο στήθος της, κάτι μικρό και σκούρο ·το μωρό της ·μόλις είχε ξεμυτίσει απ’ τ’ αυγό·κολημμένο στο βυζί της, που δεν έβγαζε πια γάλα.

Το μικρό το ’βαλε στο κοτέτσι που 'χε εκεί κοντά ο κυνηγός. Οι κότες το πήραν για κλωσσόπουλο κι άρχισαν να το μεγαλώνουν όπως ήξεραν-κακάρισμα, σουλάτσο, τσιμπολόγημα.
Πέρασε καιρός.
Το πουλάκι έγινε αητίνα· μάτια καστανοπράσινα, φτερούγες σαν το χιόνι· ξεχώριζε· την ζήλευαν οι κότες ·ο κόκκορας της έκανε τα γλυκά μάτια συνέχεια· κορδώνονταν μπροστά της σαν παγώνι, φούσκωνε το λειρί του και κακάριζε. Αλλά δεν την συγκινούσε.



Η μικρή έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο κοτέτσι, μες τις κουτσουλιές, που της λερώναν τα φτερά· στενοχωριόταν· με τις κότες, τι να πει; μόνο να κακαρίζουν, να γεννήσουν κανα αυγό.
Το κοτετσόσυρμα πάνω απ’ το κεφάλι τους άφηνε που και που να γλυστρά μια φέτα ήλιο·πήγαινε και καθόταν από κάτω θαμπωμένη·οι κότες γέλαγαν.
Μα όταν τις έβγαζε έξω ο κυνηγός, η αητίνα ορμούσε πρώτη·δεν έψαχνε σπόρους·έψαχνε ουρανό·τέντωνε το λαιμό, κοίταζε πάνω·ο ήλιος τη θάμπωνε·κάτι την καλούσε πάνω εκεί.
Μα το σούρουπο, έρχονταν ο κυνηγός· κλείνονταν πάλι στο κοτέτσι.

Ένα πρωί πετούσε ένας αητός στον ουρανό·με φτερούγες σαν σπαθιά έσκιζε τα σύννεφα·είδε κάτω τις κότες·ανάμεσά τους μια αητίνα, που κακάριζε σαν κότα..
-Ο αητός χύθηκε αγριεμμένος προς τα κάτω·οι κότες σκόρπισαν·μα η μικρή κοίταζε περίεργη τον ξαφνικό επισκέπτη.
-Τι κάνεις εδώ; την ρώτησε
-Εδώ μένω
-Μα εσύ… δεν ανήκεις εδώ!
-Δεν καταλαβαίνω
Ο αητός άλλαξε ύφος
-Αυτά στην πλάτη σου τι είναι;
-Φτερά
-Ωραία! άνοιξέ τα, να πετάξουμε παρέα!
Η μικρή έβαλε τα γέλια
-Είσαι τρελλός! οι κότες δεν πετάνε!
Ο αητός σκέφτηκε.
-Θες να’ ρθεις βόλτα πάνω στα φτερά μου; θα’ναι ωραία, είπε μαλακά.
-Θέλω!
Μια και δυο, η μικρή έδοσε σάλτο στα φτερά του, που την τύλιξαν σαν πάπλωμα.

…Ανέβηκε μαλακά, μην την τρομάξει·την σεργιάνισε στα πέριξ· έβλεπε όσο ανέβαιναν η αητίνα τα σπίτια, τους ανθρώπους, να γίνονται όλα μια σταλιά. Ο άνεμος την χαίδευε·ένιωθε έξαψη·ήχοι, χρώματα, φωνές·άρχισε όμως να ζαλίζεται.
-Πάμε πίσω, είπε
Κι ο αητός την πήγε πίσω.

----
Η μικρή μπήκε ενθουσιασμένη στο κοτέτσι·να πει στις κότες πόσο άστραφτε ο ουρανός·τι ωραία φτερά είχε η πέρδικα! μα οι κότες…
…Πάει, τρελλάθηκε·ήταν που ήταν…
-Μην το ξανακάνεις, είπε ο κόκκορας·μπορεί να τσακιστείς.
-Μα εδώ πνίγομαι!
-Εδώ έχεις ασφάλεια, αποφάγια, θαλπωρή·τι άλλο θες;
-Μ’ αρέσει έξω
-Έξω είναι ζούγκλα, θα σε φάνε!
-Καλά

Την άλλη όμως, ξανάρθε ο αητός. Η καρδιά της μικρής βροντοχτυπούσε.
-Ανέβα! είπε ο αητός
Τώρα ανέβηκαν ψηλότερα·πέταξαν πάνω από μια γαλανή επιφάνεια·η θάλλασσα,είπε ο αητός.
Η μικρή τα’ χασε·απέραντη είν’ η θάλλασσα! σκεφτόταν, ενώ κοίταζε ένα σύννεφο από ασήμι που ταξίδευε μπροστά τους·έβγαζε ήχους παλαβούς κι άλλαζε σχήματα.
-Τι’ ναι αυτό;
-Γλάροι, είπε ο αητός·πάνε στις βάρκες για φαί.
Τότε είδε τις ψαρόβαρκες, που αρμένιζαν στο απέραντο γαλάζιο·ψαράδες σήκωναν τα δίχτυα·γλάροι πετούσαν κρώζοντας, έτοιμοι να ορμήσουν.
Τα ’βλεπε και δεν χόρταινε η μικρή. Μαγεία!
-Αύριο να ξανάρθεις, του είπε όταν κατέβηκαν
-Θα ξανάρθω, είπε ο αητός·μα καιρός πια να μάθεις να πετάς.
-Οι κότες δεν πετάνε
Τότε την άρπαξε στο ράμφος του, αδιαφορώντας για τις τσιρίδες της ο αητός·την πήγε στο ποτάμι·την έπλυνε καλά και την καθάρισε.
-Δες στο νερό, είπε.
-Ποιά είναι αυτή η όμορφη κότα; είπε η μικρή
-Εσύ και δεν είσαι κότα·είσαι αητίνα-και θα μάθεις να πετάς.
-Κι αν τσακιστώ;
-Θα ’ναι η μοίρα σου·σημασία έχει να παλέψεις·έχεις γεννηθεί για να πετάς κι όχι να σέρνεσαι.
-Δύσκολο.
-Καθόλου! ανοίγεις τα φτερά, ζυγίζεσαι, δίνεις μια και… να’σαι, πέταξες! δοκίμασε!
Η μικρή έκανε δυο τρεις προσπάθειες, πιο πολύ για να ευχαριστήσει το φίλο της·μα μόλις κατάφερε ν’αναπηδήσει ελάχιστα, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.
-Ανέβα εκει, είπε ο αητός, δείχνοντας το λόφο παραπέρα.
Σκαρφάλωσε η μικρή·ζυγίστηκε, άνοιξε φτερά… πέταξε λίγα μέτρα·αλλά γρήγορα κατέβηκε.
-Κουράστηκα, ξεφύσηξε .
-Θα μάθεις, είπε ο αητός·και να προσέχεις τα φτερά σου·είναι ότι πολύτιμο έχεις.
-Γιατί να μην πετώ με τα δικά σου τα φτερά;
-Μόνο με τα δικά σου τα φτερά πετάς καλά.


Όμως το άλλο πρωί ο αητός… σαν να μιλούσε σ’άλλη
-Δεν έρχομαι,είπε μουτρωμένη.
-Γιατί;
-Θα φάω ντουφεκιά απ’ τους κυνηγούς…
-Δεν τα λες εσυ αυτά
-Μου τα’ πε ο κόκκορας
-Που’ χει μυαλό κοκκόρου!
-Αντίο
-Κοίτα, το πέταγμα είναι ρίσκο, είπε ο αητός, μα και χαρά·τόσα χρόνια που πετάω, είδα πολλά·ένα σου λέω·ότι αξίζει, έχει και ρίσκο.
-Το κοτέτσι δεν έχει.
-Στο κοτέτσι θα θάψεις τα όνειρά σου… να ζεις φυλακισμένη όταν σου γνέφουν τόσα θαύματα;
-Θαύματα; γούρλωσε η μικρή
-Να δεις να καίγεται ο ουρανός το ηλιοβασίλεμα-μια κόκκινη φωτιά που σε τυλίγει…να μυρίσεις τη βροχή που σε ξεπλένει… να γευθείς το ουράνιο τόξο…
-Ναι, αλλά… τι θα τρώω;
-Είσαι αρπακτικό·βλέπεις το θήραμα, χυμάς από ψηλά… εύκολο·φτάνει να πετάξεις.
-Πως θα μάθω;
-Ξέρεις·τα φτερά σου ήδη γνωρίζουν·απλά ο φόβος τα εμποδίζει.
-Όχι, άσε με, είπε η αητίνα.
..Στο κοτέτσι, ο κόκκορας της είπε
-Συγχαρητήρια·απαλλάχτηκες απ’ αυτόν τον επικίνδυνο τρελλό.


Την άλλη όμως ξανάρθε ο αητός·μόλις τον είδε, ξέχασε η αητίνα.
Κι ο αητός την πήρε πάλι στα ψηλά·πάνω απ’ τα σύννεφα·μπαμπάκια ήταν τα σύννεφα! κυνηγιόντουσαν, γελούσαν σαν παιδιά·πέταγαν, πέταγαν, περνούσαν από κάμπους και χωριά.
Πιο πέρα σκούραινε ο ουρανός·άστραφτε, βρόνταγε. Τριγύρω τα πουλιά φτεροκοπούσαν·μα ο αητός πετούσε απτόητος.
-Έρχεται καταιγίδα! είπε η μικρή
Ο αητός γέλασε
-Οι αητοί την αγαπούν την καταιγίδα.
Πετούσαν τώρα μες στην καταιγίδα·ρεύματα τους χτυπούσαν δυνατά·έχανε την ισορροπία, την ξανάβρισκε ο αητός·η αητίνα τα χρειάστηκε·μαύρη μαυρίλα γύρω τους,βροντές, μπουμπουνητά…είναι μουρλός, σκεφτόταν.
…Τότε, πήγε να τρελλαθεί μ’ αυτό που έβλεπε· ο αητός δεν κουνούσε τα φτερά του!
-Μα τι κάνεις;
-Μας πάει το ρεύμα, ησύχασε, μικρή.
-Έπαψε ο χαλασμός;
-Όχι·είμαστε στο μάτι του κυκλώνα·εδώ έχει πάντα γαλήνη·φτάνει να’ χεις τη δύναμη να φτάσεις ως εδώ.


Σουρούπωσε·ο αητός την πήγε πίσω·μουσκεμένη μέχρι κόκκαλο·κρύωνε·λαχτάραγε φαί και ζεστασιά·μα ήταν κλειστά·είχαν αργήσει.
-Εσύ φταίς! τι κάνω τώρα; είπε αγριεμμένη
-Έλα μαζί μου
-Έτσι όπως είμαι; θα ψοφήσω·τι μου’ κανες! να μη σε ξαναδώ!
Ο αητός έδειχνε λυπημένος.
-Καλή τύχη! είπε-κι άνοιξε φτερά.
Η αητίνα έτρεμε ολόκληρη είχε πυρετό·έβλεπε
οράματα·προσπάθησε να κακαρίσει, μήπως την ακούσουν·μα δεν έβγαινε κακάρισμα.
-Θα ψοφήσω,     σκέφτηκε,γέρνοντας στη γη·τουλάχιστον, είδα τον ουρανό·μα δεν τον χόρτασα… χορταίνεται ο ουρανός;

Όταν συνήλθε, ήταν χωμένη στα ζεστά· δεν κρύωνε πια.
…Λες να’ μαι στον παράδεισο; σκεφτόταν.
Μα είδε δίπλα της τον κόκκορα.
-Είχες τύχη βουνό, μικρή· σ’ είδε τ’ αφεντικό μας και σε μάζεψε, της είπε.
-Πόση ώρα είμαι εδώ;
-Δυο μέρες!
-Δυο μέρες! φώναξε· πήγε να σηκωθεί, μα δεν μπορούσε.
-Ελπίζω να σου γίνει μάθημα, είπε ο κόκκορας·μ’αυτόν τον τρελλό, θα ψοφήσεις πριν την ώρα σου.

Τ’ άλλο πρωί, η αητίνα πήγε πάλι στο λόφο·το σκεφτόταν όλη νύχτα·ντρεπόταν που φέρθηκε έτσι στον αητό·μα είχε απόφαση
-μια μέρα θα πετάξω, ότι κι αν γίνει.
Άρχισε να προσπαθεί·προχώραγε στην άκρη, ζυγιζόταν… πέταγε δυο μέτρα, πέντε… δέκα… ως εκεί… έβαλε ζόρι·έφτασε με τα πολλά στα είκοσι μέτρα… όλη μέρα προσπαθούσε… πάλευε ως το βράδυ.
Δεν μπορούσε·παρά μόνο λίγα μέτρα.
Γύρισε με σκυμμένο το κεφάλι στο κοτέτσι.
-
 
Κάθε πρωί η αητίνα πήγαινε στο λόφο·πάλευε-μα έκαναν οι κότες κύκλο γύρω της.
-Κοίτα την φαντασμένη!
-Ποιά νομίζει πως είναι;
-Το κοτέτσι δεν της κάνει! αυτή γυρεύει μεγαλεία
Άντε να συγκεντρωθεί·μα το χειρότερο-δεν φαινόταν ο αητός·πόσο της έλειπε!
…Μα πάλευε όλη μέρα·την πολεμούσαν·την κοροίδευαν·εκείνη έσφιγγε δόντια·έπαιρνε φόρα·ίδρωνε·έτρωγε χώμα·ένιωθε ντροπή κι απελπισία·τα περιστέρια, οι πέρδικες πετούσαν δίχως κόπο. Μόνο εκείνη δεν μπορούσε.
Αλλά δεν τα παρατούσε.
-
Μια μέρα, εκεί που πάσχιζε, τον είδε από ψηλά να κάνει κύκλους-βροντοχτύπησε η καρδιά της!
Ο αητός στάθηκε αγέρωχος μπροστά της.
-Συγγνώμη, του είπε.
-Ξέρεις γιατί ξανάρθα;
-Να βοηθήσεις να πετάξω;
-Ναι·τόσα χρόνια στο κοτέτσι, σε προδόσαν τα φτερά σου.
-Και πως θα τα καταφέρω;
-Αρκεί να θυμηθείς ποιά είσαι. Γιατί πλάστηκες.
-Γιατί;
-Για να πετάς βεβαίως!
-Κι αν πέσω;
-Κοίτα να δεις- ή θα ρισκάρεις ή.. κοτέτσι
-Όχι κοτέτσι!
-Τότε ρίσκαρε!
-Φοβάμαι
-Κι εγώ-αλλά κάνω το φόβο δύναμή μου
-Καλά, θα δοκιμάσω, είπε απρόθυμα η αητίνα.

--
Τ’ άλλο πρωί ο αητός της έδειξε τα βασικά της πτήσης·προσγείωση,απογείωση, στροφή, άνοιγμα φτερών·πήγαν στο λόφο·ο αητός είχε βάλει χόρτα στην κορφή.
-Ανέβα, είπε.
...Αλλά μόλις ανέβηκε, ένιωσε τσιμπιές σ’ όλο το σώμα·κάτω απ’ τα χόρτα υπήρχαν γαιδουράγκαθα! τσιμπούσαν τόσο που ούρλιαξε, χοροπηδώντας έξαλλα-κι ασυναίσθητα, άνοιξε τα φτερά της κι απογειώθηκε και πέταξε ψηλά, όσο ποτέ!
Πονώντας σ’ όλο το κορμί κοίταξε κάτω! πέταγε! στ’ αλήθεια… εκατό… διακόσια μέτρα! θρίαμβος!
… πως κατεβαίνουν τώρα; τρόμαξε·θυμήθηκε·
μισόκλεισε φτερά·έκοψε φόρα· πήρε ανάσα κι άρχισε ομαλά να κατεβαίνει.
-Ωραίο αστείο, είπε όταν κατέβηκε ·εσυ έβαλες τ’ αγκάθια;
-Ναι·όπως πήγαινες, ποτέ δεν θα πετούσες·ενώ τώρα…
-Μου φύτεψες αγκάθια!
-Τ’ αγκάθια σε ξυπνάνε·οι ανέσεις σε κοιμίζουν.
-Πονάω!
-Αλλά πετάς
-Θα με τρυπάς για να πετάξω;
Ο αητός έβαλε τα γέλια.
-Πρέπει να το πιστέψεις, βασικά·αυτό που θα πιστέψεις ότι είσαι, αυτό θα γίνεις.
Η μικρή είχε κατσουφιάσει.
-Αν τσακιστώ;
-Θα’ χεις παλέψει·θα’χεις βγει απ’ την φυλακή·αυτό μετράει.
-Πέρασε καιρός. Χειμώνες, καλοκαίρια κι η αητίνα κάθε μέρα να παλεύει-ώσπου κάποτε, ένιωσε έτοιμη·άνοιξε η πόρτα, χύθηκε έξω όλο χαρά
Ανέβηκε στον λόφο·συγκεντρώθηκε·μάζεψε τις δυνάμεις της·άνοιξε τα φτερά·άρχισε ν’ ανεβαίνει·διακόσια, τριακόσια μέτρα… εύκολο! γεννημένη να πετά!
Έψαχνε τον αητό·δεν κοίταζε μπροστά·άκουσε κράξιμο·μπροστά της κάτι μαύρο και πυκνό·τα’ χασε βλέποντας τον κόρακα·παρέλυσε·να πέφτει σαν μολύβι·τα φτερά της δεν άκουγαν…
Η γη πλησίαζε με φόρα·αυτό ήταν, σκέφτηκε… τουλάχιστον, προσπάθησα…
…Στιγμές πριν τσακιστεί, ένιωσε να βουλιάζει σε κάτι όμορφο, απαλό.
Την είχε αρπάξει στις φτερούγες του ο αητός.
-Πονάω! βόγκηξε η μικρή·πονάει η φτερούγα μου!
-Ο πόνος θ’ ατσαλώσει τα φτερά σου·όταν πέφτεις, δυναμώνεις, να θυμάσαι·μόνο πέφτοντας μαθαίνεις.
-Εκατό φορές έπεσα ως τώρα!
-Κι εκατόν μία θα σηκωθείς-κι αυτή μετράει! μονάχα αυτή!
--
-Τι θα πει ανάπηρη; ρώτησε μια μέρα η μικρή τον αητό
-Γιατί ρωτάς;
-Να, κάτι άνθρωποι… με βλέπουν που παλεύω κι όλο πέφτω και γελάνε κι όλο λένε αυτή τη λέξη
-Ανάπηρη θα πει… σου λείπει κάτι.
-Τι;
-Όλοι έχουν σακατέματα·μα το σακάτεμα μπορεί να γίνει δύναμη, αν παλέψεις·όπου
είναι η πληγή σου, εκει είναι η δύναμή σου, να θυμάσαι.
-Μα έχω αδύναμα φτερά
-Μα δεν πετάς με τα φτερά·πετάς με την ψυχή σου·η ψυχή σε πάει ψηλά.
-Τι’ ναι η ψυχή;
-Μια σπίθα μέσα σου που δεν μπορεί να σβήσει.
…Και κάθε μέρα ο αητός πέταγε πάνω απ’ το κοτέτσι·την κοιτούσε·δεν έλεγε πολλά·αλλά με κρύο με ζέστη με βροχή, ήταν εκεί.
-Ξέρεις τι θέλω; είπε η μικρή
-Τι;
-Να με πάρεις στη φωλιά σου.
-Δεν έχω
-Θα χτίσουμε· μαζί! να σου πω;
-Τι;
-Σ’ αγαπάω.
Ο αητός ξαφνιάστηκε·τίναξε τα φτερά του κι είπε απότομα
-Οι αητοί ζουν μόνοι τους
και μόνοι τους πεθαίνουν ξέχασέ το.
Κι η αητίνα κάθε μέρα παλεύει·πέφτει. Δυναμώνει. Πεισματώνει·μαθαίνει-να ξεχωρίζει τους ανέμους·να συγκεντρώνεται στην πτήση·να εκμεταλλεύεται τα ρεύματα, για να πετάει πιο άνετα.
Στο μεταξύ της έκοψαν το φαγητό, μ’ εντολή του κόκκορα·ψίχουλα της άφηναν, ίσα να μην ψοφήσει. Πείναγε, υπέφερε η αητίνα, αλλά δεν άλλαζε·άσε που τρώγοντας λιγότερο, πετούσε πιο καλά·μα πάνω απ’ όλα έμαθε να μην τα παρατάει.
…Άρχισε να δουλεύει ακόμα πιο σκληρά·τα’ δινε όλα·μέρες πέρασαν·βδομάδες· πάλευε, ανέβαινε στο λόφο, απογειωνόταν- κι είχε πάντα κατά νου τα λόγια του.
-Να μη σε νιάζει το αποτέλεσμα η προσπάθεια ·αυτή  μετράει.
Και προσπαθούσε·ώσπου κάποτε, ένιωσε έτοιμη·σαν χάραξε η αυγή, πήγε στον λόφο·συγκεντρώθηκε·
μισόκλεισε τα μάτια κι απογειώθηκε με φόρα·ανέβηκε ψηλά, πάνω απ’ τα σύννεφα·έστριψε απότομα·αύξησε ταχύτητα·έγειρε προς τα κάτω σαν βολίδα, ένιωσε ίλιγγο-σταμάτησε, λίγο πριν τσακιστεί. Το αίμα κόχλαζε στις φλέβες της.
Μπορούσε, το ’χε! πέταγε!
-Αύριο έλα να με πάρεις, είπε στον αητό.
-Ξέρεις, το ξανασκέφτηκα, είπε αυτός.
-Ποιό;
-Να… άρχισα να χτίζω τη φωλιά μας·ψηλά, πάνω στην βελανιδιά.
-Μ’ αγαπάς; έκανε η αητίνα.
-Σ’ αγαπώ.
Τη νύχτα δεν κοιμήθηκε η αητίνα· ερωτευμένη·μεθυσμένη από χαρά·  ονειρευόταν την φωλιά, τον αητό, τις αγκαλιές …
Τ’ άλλο πρωί ο αητός έκοβε βόλτες πάνω απ’το κοτέτσι.
Είδε τον κυνηγό, που πήγε κι άνοιξε. Είδε και κάτι άλλο·κράταγε ντουφέκι·δεν θα την άφηνε·κανείς δεν είχε στο κοτέτσι του αητίνα.
Μόλις βγήκαν οι κότες, ο αητός χαμήλωσε, χωρίς να προσγειωθεί.
Η μικρή πλησίασε χαρούμενη, κουνώντας όλο νάζι τα φτερά.
Ο κυνηγός πίσω απ’ το πεύκο παραμόνευε.
-Πάμε,γρήγορα! ακολούθα με, μικρή! φώναξε ο αητός.
Άνοιξε τα φτερά της η μικρή·τον ακολούθησε ψηλά συνεπαρμένη·τι περιπέτεια! τι ωραία που ’ταν όλα!
Μπάμ! έσκασε σαν κανόνι η ντουφεκιά, όπως ανέβαιναν.
Μα η σφαίρα πέρασε ξυστά.
Ο κυνηγός βλαστήμησε·σημάδεψε ξανά.
-Τι; ρώτησε η μικρή·βροντάει; αστράφτει;
-Ότι κι αν γίνει, μην προδόσεις τα φτερά σου! υποσχέσου μου! φώναξε ο αητός
-Ναι, αλλά…
-Πέτα! πέτα ψηλά, αητίνα μου, και μην κοιτάξεις πίσω! πέτα!

…Άρχισε η αητίνα ν’ ανεβαίνει στα ψηλά·ο αητός χύθηκε κάτω·ίσια στον κυνηγό·που’χε σηκώσει το ντουφέκι και σημάδευε ξανά.
Ο αητός κατέβαινε,μ’ όλη του τη δύναμη·μια καφετιά βολίδα.
Ο κυνηγός σημάδευε.
Μπαμ!

Τον βρήκε στο δεξί φτερό·ένιωσε κάψιμο κλονίστηκε·κρατήθηκε·μάζεψε όλη του τη δύναμη.  Ο κυνηγός σημάδευε τώρα την αητίνα·μα πριν προλάβει, ο αητός έπεσε πάνω του·το ράμφος του άγρια χώθηκε στο μάτι  του.  Σωριάστηκαν στη γη. Δίπλα τους το ντουφέκι ακόμα κάπνιζε.

… Ψηλά στον ουρανό, η μικρή πετούσε αμέριμνη·δεν καταλάβαινε γιατί αργούσε ο αητός; ίσως να πήρε δρόμο άλλο, σκέφτονταν, βάζοντας πλώρη για την βελανιδιά στον κάμπο·δεν πρόφτασα να του πω κι ευχαριστώ·μα δεν πειράζει…
 
ο ουρανός μας περιμένει…

                          


Από το βιβλίο :
    Ερωτικά παραμύθια του Γιώργου Xρηστέα,
παραμύθια για μεγάλους, ερωτικά και πρωτότυπα



εκδόσεις: τάδε έφη